- τετρασποριάγγειο
- το, Νβοτ. σποριάγγειο στο οποίο τα σπόρια σχηματίζονται σε ομάδες τών τεσσάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrasporangium < τετρ(α)-* + σπορ(ι)άγγειον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρασπόριο — το, Ν βοτ. καθένα από τα τέσσερα ταυτόσημα σπόρια που παράγονται άμεσα από τη μειωτική διαίρεση η οποία πραγματοποιείται σε ένα τετρασποριάγγειο και η βλάστηση τών οποίων θα δώσει ένα γαμετόφυτο μονογενές ή ερμαφρόδιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek